Το κυκλάμινο πάει στα βουνά...
Η Κατερίνα ξέρει που θα βρει φίλους και γνωστούς, όπως ξέρετε κι εσείς που θα βρείτε εκείνη. Βουνό με βουνό δεν σμίγει!
Σας ευχαριστώ όλους σας! ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ! ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

«ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ» της Γιώτας Στρατή (Αστοριανή)

Παρουσιάζεται το μονόπρακτο «ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ»
της Γιώτας Στρατή

Συμμετέχουν η συγγραφέας
και η Μαίρη Βαρβατάκου
Πρόεδρος Πολιτιστικής Επιτροπής κ. Παναγιώτης Παύλου

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Για την Πολιτιστική εκδήλωση
Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων Μείζονος Νέας Υόρκης.
Αίθουσα «Σταθάκειο Κέντρο»
Πρόεδρος Πολιτιστικής Επιτροπής
Κ. Παναγιώτης Παύλου

Τίτλος
ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ (Θεατρικό απόσπασμα)

Τόπος
Πρόποδες του χωριού Ζαλόγγου, στο βουνό Ζάλογγο.

Χρόνος
13 Δεκεμβρίου 1803

Πρόσωπα
Μάνα και κόρη
Ένας Εισηγητής

Ενδυμασίες
Της εποχής, ή και με σκούρα ρούχα

Υλικά
Ένα μπογαλάκι, κι ένα μικρό δεματάκι.

2

ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ

Εισηγητής
Μέσα σ’ εκατό χρόνια -από το 1721-, δέκα φορές είχαν επιτεθεί οι Τουρκ-αλβανοί στους Σουλιώτες. Στις 12 του Δεκέμβρη, το 1803, ο Αλή πασάς εξανάγκασε τους εξαντλημένους πλέον κατοίκους των διάφορων φυλών του Σουλίου να συνθηκολογήσουν και να φύγουν από τον τόπο τους.
Έφυγαν όλοι, εκτός από πέντε Σουλιώτες και τον καλόγερο Σαμουήλ, οι οποίοι έμειναν στο Κούγκι. Όταν οι Τουρκ-αρβανίτες τους πλησίασαν, για να πάρουν το πολεμικό τους υλικό, ο ηρωικός καλόγερος με τους πέντε Σουλιώτες, σ’ απελπισμένη διαμαρτυρία για την Ελευθερία, έβαλαν φωτιά στο μπαρούτι, έγινε έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη, κι ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα. Οι υπόλοιποι, άντρες και γυναικόπαιδα, κάτω από το εξαντλητικό κυνηγητό των εχθρών, σε τρεις περίπου μέρες έφτασαν στο μοναστήρι του χωριού Ζάλογγο, στο ομώνυμο βουνό Ζάλογγο.
Μα κι εκεί, δεν είχαν καλύτερη τύχη.

Η ιστορία που ακολουθεί, είναι εμπνευσμένη από εκείνη την χρονική περίοδο και είναι βεβαίως, δημιούργημα της συγγραφέως. Στη σκηνή που ακολουθεί, σ’ ένα απόμερο βράχο, η μάνα η Σουλιώτισσα μιλάει στοργικά στην κόρη της…

3

ΜΑΝΑ (Η μάνα, σ’ ένα απόμερο βράχο, μιλάει στοργικά στην κόρη της)
- Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’, έλα, κάτσ’ εδώ, κοντά μου. Α! Όσο πάει κι μεγαλών’ η κοιλιά σ’. Μυτερή-μυτερή…
Γιόκα θα κάμεις, τσούπρα μ’ . Θα κάμεις τον άντρα σ’ περήφανο…
ΚΟΡΗ (Πλησιάζει αργά)
- Κρύα η νύχτα απόψε, μάνα μ’, μα πιο κρύα η καρδιά μ’…

ΜΑΝΑ
- Κάθησ’ εδώ ΄πα. Έχουμε κάμποσα να πούμ’ οι δυο μας…

ΚΟΡΗ
- Άσε που δεν μπόρεσα να σταθώ και να κλείσω λίγο τα μάτια μ’, απόψε… είδα κι ένα κοπάδι γύπες να τριγυρίζ’ το μοναστήρ’…

ΜΑΝΑ
- ΄Δω πάνου πούμαστε, τι περιμέν’ς; Ο αγέρας, αντί νάναι καθαρός, βρομάει μπαρούτ’ , αίμα και καμένες σάρκες…
(Σκύβει κοντά της)
Απόψ’ έρχετ’ ο θείος σ’… μαζί μ’ ένα Τουρκ-αρβανίτ’.
Είπαν πως φέρν’ καινούρια μαντάτα…

ΚΟΡΗ
- Αφού τίποτα δεν έχουμε πια να μας πάρουν… Ρίζες κι άπλυτ’ αγριόχορτα τρώμ’ -αν τα βρούμ’ κι εκείνα…

ΜΑΝΑ (εμπιστευτικά)
- Ο θείος σ’, είναι στο κόλπο… τάχα ότι είναι με το μέρος του Αγά.

ΚΟΡΗ
- Δεν τον ΄μπιστεύομαι, μάνα μ’ … Οι γυναίκες κρυφομιλούν και λλιέν’ ότι είναι προδότης ο αδερφό σ’...

ΜΑΝΑ (Μ’ επίπληξη)
- Ποτέ μη ξαναπείς τέτοια λόγια για τον θειο σ’ . Ο Αλή τον πήρε επειδή ξέρει τα μονοπάτια και μιλάει κι αρβανίτικα.

ΚΟΡΗ
- Μάνα μ’ , θα μπορούσε να πει «Όχι», έτσι θάκανα εγώ.

4

ΜΑΝΑ
(Χαμηλώνει τη φωνή, και λίγο αυστηρότερα)
- Μωρ-τσούπρα-μ’ , μην ανακατεύεσαι με τις αποφάσεις των Καπε-ταναίων. Αυτοί, ξέρουν ποιος ήταν ο προδότης κι έπεσε το Κούγκι.

ΚΟΡΗ
- …κι εγώ τον ξέρω (σκύβει προς τη μάνα της)
…ο Πήλιος ο Γούσης, λλιέν’, μα ποιος ξέρει την αλήθεια…

ΜΑΝΑ
- Ξέρει ο θειος σ’ τί κάνει! Τάχα μας φέρνει τρόφιμα από την Πάργα για να ξεγελάσει τον Καπ΄τάν Τζαβέλα και τους άλλους, μα στην πραγματικότητα θα μας μαρτυρήσει τα σχέδια του Αγά.
Άκου, όμως. Τώρα δεν είναι ώρα γι’ αυτά. Τώρα που ξεμοναχιαστήκαμε, ν’ ακούσεις με προσοχή ό,τι σ’ λλέω... Μίλησα και με την Μόσχω, την Τζαβέλαινα… και συμφώνησε μαζί μου. Απόψε έχουμ’ είδηση ότι τα σκυλιά, αυτοί οι Τουρκαρβανίτες, θα μας επιτεθούν ύπουλα, τα ξημερώματα, πριν φέξει ο ήλιος…

ΚΟΡΗ
- κι εγώ;… Εμείς; Τι θα κάνουμε;

ΜΑΝΑ
- εσύ, θα πας μαζί με το θειο σ’…

ΚΟΡΗ
- τ’ είπες, μάνα μ’ !!! Δεν πάω πουθενά. Ιδώ θα μείν’, μαζί σας…

ΜΑΝΑ
- … ότι και να λλιες, ΕΓΩ μιλάω! Αυτό, έχει κανονιστεί από μέρες…

ΚΟΡΗ
- Μη με τρελαίν’ς, μάνα μ’. (Βάζει το χέρι στην κοιλιά )
Να! Χοροπηδάει το σπλάχνο μέσα μου, βάλ’ το χέρι σ’, να δεις.

ΜΑΝΑ
(Βάζει το χέρι στην κοιλιά της κόρης της)
-Μπα! Πεινασμένος είν’ ο γιόκας σ’ , φαγάκι θέλει. Κοίτα. Εδώ σου έχω αυτό το δεματάκ’ . Κρύφτο στον κόρφο σ’, μην το δει κανείς…

5

ΚΟΡΗ
-τ’ είναι μέσα, μάνα μ’ ;

ΜΑΝΑ
- …τρεις ρουφ’ξιές νιρό, μια πατάτα βρασμένη για να σου δώσει λίγη δύναμη ως που να φτάσετε πίσω στην Πάργα, κι ένα πανί μουσκεμένο με λίγο λάδ’, για να μυρώσεις το μωρό όταν βγει…

ΚΟΡΗ
- Μάνα! Έχω δυο μήνες ακόμη! Σε θέλω κοντά μου!

ΜΑΝΑ
- Δυο μήνες! Εδώ πάνου μετράμε τις ώρες μωρ-τσούπρα-μ’. ΕΣΥ να μετράς τις μέρες... (την αγκαλιάζει) … Εγώ να δω το πώς θα φιλέψω, τάχα, τον αδερφό μου, για να δώσω το φαρμάκι στον Τουρκ-αρβανίτη… Έλα, γιατ’ όπου νάναι, έρχονται. Τους παρακολουθούν πίσ’ απ’ τα βράχια, καθώς ανεβαίνουν τις στροφές στο μονοπάτι…

ΚΟΡΗ
… Δηλαδή… τι θα κάνετε… Εσύ, μάνα μ’, τι σκέπτεσ’ να κάνεις;

ΜΑΝΑ
- Τι ρωτάς, μωρ-τσούπρα-μ… Όταν ζαλιστεί ο άθεος κι πέσει στον ύπνο, θα τον δέσουμ’ χειρο-πόδαρα, θα του βουλώσουμ’ το στόμα, και θα τ’ πάρουμε την κάπα και το σκουφί τ’. Θα στα ρίξουμ’ απάνου σου, εσύ, θα μαζέψεις τις πλεξούδες σ’ σε κουβάρι, θα φορέσεις τον σκούφο τ’, θ’ ανέβεις προσεχτικά στο μουλάρ’ και θα γυρίστε πίσ’ απ’ το κρυφό μονοπάτ’ για να πάτε στην Πάργα. Ο αδερφός μ’ ξέρει σε ποιον θα πάτ’ να κρυφτείτε… Μπορεί να πάτε στην Γουμενίτσα, μπορεί και στην Κέρκυρα…
…ώσπου να ειδοποιηθεί ο άντρα σ’ , θα κάνεις και τον γιόκα τ’.

ΚΟΡΗ
- Τι λλιες, βρε μάνα μ’ ! Έχασες τα λογικά σ΄; … Θέλεις να χάσω το π’ δί !!! Μ’ αυτά, εγώ θα το γεννήσω πριν την ώρα μου!!!

6

ΜΑΝΑ (σοβαρή-σοβαρή)
- Εμείς, ΄δω ΄πάν’, κοιτάμ’ να ξεκάνουμ’ τσι εχθρούς. Εσύ, δεν μπορείς να κουμαντάρεις ένα χαϊβάν’; Μπα! Ας γενν-θεί επταμηνίτικο! Τυλίξτε το στην κάπα… Στύψε το στήθος σ’ και βύζαξέ τ’ να φάει…, κι αυτό θα γίνει μεγάλος καπ’τάνιος…

ΚΟΡΗ (Κλαίγοντας)
- Θέλω να είμαι μαζί σας, μάνα. Τόσοι νοματαίοι, τόσες γυναίκες και παιδιά… μερικά απ’ αυτά, είναι μόλις χρονιάρκα…

ΜΑΝΑ
- Εμάς, άσε μας. Εμείς, έχουμ’ άλλη μοίρα. Οι άντρες μας, εδώ πάνου, πολμάνε σαν τα λιοντάρια. Δεν μπορούν να μας έχουν έγνοια. Οι άλλοι, σαν και τον δικό σου, που λείπουν, έχουν πάει μακριά, για να ζητήσουν βοήθεια. Πριν από μας, έχουν γίνει τόσες επιθέσεις, τσούπρα μ’… Εκατό χρόνια μας πολεμούν… Αμ, γιατί νομίζεις σκαρφαλώνουμ’ από κορφή σε κορφή, για να μη μας φτάνουν οι Τουρκαρβανίτες. Μ’ αυτοί, εκεί, από κοντά… Θέλ’ν να μας ξεκάνουν...

ΚΟΡΗ
- Δεν μπορώ, μάνα μ’ , δεν γίνεται… Εσείς τι θα γίνετε;

ΜΑΝΑ
- Ε! Ρωτάς, λες και δεν καταλαβαίν’ς. Δεν θ’ αφήσουμ’ τους άντρες που πολεμάνε, να έχουν εμάς έγνοια… Δεν μπορεί να παρατάν’ τον πόλεμο για να υπερασπιστούν εμάς. Αφού, ή έτσι ή αλλιώς, οι ίδιοι οι άντρες μας θα μας σκοτώσουν, να μη πέσουμ’ ζωντανές στα χέρια των εχθρών…
Γιατ’ αν μας πιάσουν, θα μας μπήξουν τις μαχαίρες στην κοιλιά, στο στήθος, θα μας ξεριζώσουν τη καρδιά και να την πετάξουν στα όρνια, …θα μας βιάζουν, θα μας ξεσχίσουν, θα μας βγάλουν τ’ άντερα…

ΚΟΡΗ
- Σώπα, μάνα. Θα λιποθυμήσω! Εδώ είστε πάνου από 50 γυναίκες!!!

ΜΑΝΑ
- Γι’ αυτό, εσύ, ΠΡΕΠΕΙ να γυρίσεις πίσω. Έχεις μέσα σου σπόρο καπεταναίικο, να γίνει λιοντάρι και να ξεπαστρέψουν τους άθεους.

7

ΚΟΡΗ
- Μα, εσείς;

ΜΑΝΑ
- Εμείς, θα ξεκολλήσουμ’ με τα χέρια μας τα βράχια, θα τα πετάμε στους εχθρούς… πέτρες, ξύλα, κι όσο πάει… Είμαστε αποφα-σισμένες, να βοηθήσουμ’ τους άντρες, να σώσουμ’ την τιμή μας…

ΚΟΡΗ
- και… τον Τουρκ-αρβανίτη; Τι θα τον κάνετε;

ΜΑΝΑ (γελάει ελαφρά)
- Τι θα τον κάνουμ’; Αυτός; Αυτός, θα πάει πρώτος. Όλοι αυτοί μας πίνουν το αίμα μας. Έτσι καλοθρεμμένοι που’ναι, αυτός, θα γίνει στρωματσίδ’ στα μυτερά βράχια…

ΚΟΡΗ
…κι εγώ μαζί σας, μάνα μ’… κι εγώ!!! (της κρατάει το χέρι)

ΜΑΝΑ
- Εσύ, δεν έχεις μερδικό σ’ αυτά. Εσύ είσαι ταγμένη γι’ άλλα. Εσύ μεταφέρεις τη ΖΩΗ! Την συνέχεια του Αγώνα. Εσύ θα γεννήσεις την αυριανή Λευτεριά… Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’ να σ’ αγκαλιάσω.
(Αγκαλιάζονται σφιχτά) … Άκου… ακούς; Κάπου, ποιο κάτου, στη ρίζα του βουνού, κυλάν’ τα νερά του ποταμού Αχέροντα. Εγώ, σ’ λλέω, δεν τα πιστεύω αυτά. Εμείς, θα συναντηθούμ’ απάνου απ’ τα σύννεφα. Εκεί, πιο πάρα-πάνου, είναι η χώρα της Λεφτεριάς… Κάποια μέρα, θα ιδωθούμ’ και τότε θα δεις όλες τις χαρές που μας στέρησαν… κι άκου! Στο δρόμο σ’, να μην ακούς τον γδούπο απ’ τα κορμιά μας σαν θα πέφτουμ’ από το βράχο, ούτε τους πόνους μας… Ν’ ακούς μόνο το τραγούδι μας σαν θα γίνουμε αετοί και θα πετάμε για την ποθητή Λεφτεριά…

ΚΟΡΗ (βγάζει από τον κόρφο της ένα χαρτί)
Έχω κι εγώ γράψει, Μάνα μ’, κάτι για σένα (διαβάζει)

8

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΝ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ
(ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΣΑ)*****

Γερές, βαθιές, οι ρίζες σου στα βάθη των αιώνων,
Πανελληνίδα Μάνα Εσύ, ελπιδοφόρων χρόνων.

Μπορεί να’ χες το άκουσμα Γαία, ΄Ηρα, Εστία,
Λητώ, Εκάβη, Άρτεμις, Μαρία, Αθηνά, Σοφία.

Συμβολικά ονόματα, βαθύνοα νοήματα.
Θρύλοι αλλοτινής ζωής, σημερινά μηνύματα.

Κόρη, Μητέρα, Αδελφή, σεμνή, ωραία γυναίκα,
Τύχης ενάρετης ευχή, καλοσυνάτο νεύμα.
Εύθραυστοι οι ώμοι του κρατάς
Δόξα, Τιμή και Πνεύμα.

Με σύνεση, Γυναίκα εσύ, Ιέρεια διαλεγμένη,
Στο Πάνθεον των Γυναικών, επάξια τιμημένη.
Για υψηλά οράματα, για λαξευμένους στόχους,

Ρίξε τους σπόρους του σταχυού, πρασίνισε τους λόφους,
τους ώμους σκέπασε της γης απ’ το σκληρό χαλάζι,
δέσε στο Τόξο τ’ ουρανού της θάλασσας τ’ ατλάζι.

Ύφανε την Παγκόσμια πολύχρωμη χλαμύδα
μ’ Ελευθερία ποθητή κι αστείρευτη Ελπίδα.

Είθε, απ΄ τα τρίσβαθα του νου,
Άξια η σπορά να γίνει
Να βρει το δρόμο η καρδιά
για Λευτεριά κι Ειρήνη!

9

ΜΑΝΑ (δακρυσμένη, τραγουδούν μαζί)
«…΄Εχε γεια καημένε κόσμε (2χ) έχε γεια γλυκιά ζωή (2χ)
και συ, δύστυχη πατρίδα (2χ) έχε γεια παντοτινή (2χ)
Ρεφραιν Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες, κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι (2χ) ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2χ)
κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε (2χ ) δίχως την Ελευθεριά… (2χ)
Ρεφραιν (Το ίδιο)
ΤΕΛΟΣ

Πολιτιστική Εκδήλωση
Ομοσπονδίας Ελληνικών Σωματείων
Μείζονος Νέας Υόρκης

«Σταθάκειο Κέντρο» Ώρα 3 το απόγευμα

24 Μαρτίου, 2007