Το κυκλάμινο πάει στα βουνά...
Η Κατερίνα ξέρει που θα βρει φίλους και γνωστούς, όπως ξέρετε κι εσείς που θα βρείτε εκείνη. Βουνό με βουνό δεν σμίγει!
Σας ευχαριστώ όλους σας! ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ! ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

... τα γηρατειά... καμία...

Βράδυ Κυριακής- ξημερώματα Δευτέρας, ώρα 1:17

Παππού, πες μας, τι πίνεις;
Δώσε κι εμένα να μεθύσω μαζί σου, απόψε!
Δεν ξέρω τι όνειρα βλέπεις, ούτε σε πιο γλέντι βρίσκεσαι, πάντως σήκωσες το Νοσοκομείο στο ποδάρι τραγουδώντας:
«Μπήκαν μωρέ, μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στην στρούγκα, μανούλα μ’ κι αδελφούλα μ’!»
και μετά καπάκι:
«Να ’ταν μωρέ, να ’ ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία!»
Ά, ρε παππού, τι πάθαμε!
Έχεις μεγάλα κέφια απόψε και παρασύρεις κι εμένα. Το χρειαζόμουνα, γιατί ...


1:50
«Ώ, μπώ! Κατερίνα και Κατερίνα!» φωνάζεις.
Θέλεις να σηκωθείς να φύγουμε.
Αχ, ρε παππού!

Μια αποκλειστική νοσοκόμα δίπλα μου, σε άλλο παππού, διαβάζει το βιβλίο μου «Γράμμα στη μάννα με δύο ν». Κάθε λίγο σχολιάζει, με ρωτάει. Είναι ότι χειρότερο για μένα. Τα πράγματα, οι σκέψεις, ακόμα κι εγώ, έχουν αλλάξει κατά πολύ από τότε που γράφτηκε. Ήμουνα 31 και είμαι 49. Ναι, ήμουνα σκληρή τότε για τον δικό μου τον πατέρα, τώρα όμως ξενυχτάω για τον πατέρα του άντρα μου.
Τέλος πάντων. Κάπου γέλασε, κι εδώ θα ήθελα να την ρωτήσω ποιο ήταν αυτό το σημείο. Δεν θα το κάνω, γιατί αυτή την απευθείας ανάγνωση και κριτική συνάμα, δεν την μπορώ, κυρίως απόψε που τα νεύρα μου είναι σπασμένα.

.....
Άλλος πονάει…
άλλος βογκάει,
άλλος ζητάει λογαριασμό…
σου ορκίζομαι…
δεν είμαι εγώ!
Ο παππούς πονούσε. Του έψαχναν φλέβα για να ρίξουν τα φάρμακα. Με είχαν βγάλει έξω απ’ τον θάλαμο οι νοσοκόμες και άκουγα το κλάμα του…
Δεν αντέχετε το κλάμα ενός παππού.
Τρυπάει την καρδιά. Σαν την βελόνα που ψάχνει την φλέβα.
Μπήκα πριν φύγουν. Πήγα κοντά του.
«Εδώ είμαι μπαμπά. Σε πόνεσαν; Πάει. Πέρασε τώρα!».
«Πόνεσα. Αχ!... μάνα μου...
μαντζουράνα μου…»
Το’ριξε στο τραγούδι πάλι ο παππούς.
Ώρα 6 το πρωί.
"Άι χάι! Τιριτόμ, τιριτιτόμ, … τα γηρατειά καμία…"
Αχ, παππού! Πατέρα!
«Τι θα γέν’ τώρα; Δεν μπορώ να καταλάβω ντιπ!» παραμιλάει πάλι.
«Λενιώ, ου Λενιώ! Τράβα λίγο τα σκεπάσματα. Ζιστένουμαι».
Ξεροβήχει. Τον ενοχλεί ο λαιμός. Η πληγή απ’ την διασωλήνωση.
Βήχει. «Να σκάσ’ς!» λέει μόνος του.
«Χα, χα, χά. Δεν υπάρχει άνθρωπος!»
«Τασούλη! Τον φωνάζει η άλλη η νοσοκόμα, η αποκλειστική» που του κολλάει κι εγώ την μαλώνω.
«Ναι», απαντάει εκείνος.
Νωρίτερα τον μάλωσα που έβγαλε το οξυγόνο πάλι.
«Γιατί το βγάζεις το οξυγόνο παππού; Τι είσαι μάγκας;»
«Μάγκας είμαι!» λέει καμαρωτός, όμως πάντα με κλειστά τα μάτια.
Κοιμάται και παραμιλάει.
Αχ, ρε παππού. Ξημερώνει σε λίγο.
«Ούι Λενιώ! Που είσαι; Που πήγες;»