Το κυκλάμινο πάει στα βουνά...
Η Κατερίνα ξέρει που θα βρει φίλους και γνωστούς, όπως ξέρετε κι εσείς που θα βρείτε εκείνη. Βουνό με βουνό δεν σμίγει!
Σας ευχαριστώ όλους σας! ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ! ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

τα μάγια της πέτρας ΜΠΕΛΙΚΑ ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ









Τα μάγια της πέτρας
ΜΠΕΛΙΚΑ ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ
ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Στην πέτρα της υπομονής
Κάθησες προς το βράδι
Με του ματιού σου το μαυράδι
Δείχνοντας πως πονείς

Κι’ είχες στα χείλη τη γραμμή
Που είναι γυμνή και τρέμει
Σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
Και δέουνται οι λυγμοί

Κι’ είχες στο νού σου το σκοπό
Που ξεκινά το δάκρυ
Κι’ είσουν κορμί που από την άκρη
Γυρίζει στον καρπό

Μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
Δε βόγγηξε κι’ εγίνη
Το νόημα που στον κόσμο δίνει
Έναστρος ουρανός
Γιώργος Σεφέρης

Τα τελευταία τρία χρόνια, νόμιζε ότι είχε μάθει την Ελένη πιο καλά κι απ’ τον εαυτό του. Ο καθένας μεταφράζει τα σημάδια όπως θέλει. Ο Τάσος πήρε την αδιαφορία της για αποδοχή. Την αφηρημάδα της για αφοσίωση. Την άρνησή της να ταξιδεύει συχνά για ξεναγήσεις με το πρακτορείο της, ώστε να τον βλέπει συνεχώς. Ως και την τέλεια τεχνική που είχαν αναπτύξει από συνήθεια τα σώματά τους στον έρωτα, την πήρε για ψυχικό ταίριασμα. Στιγμή δε σκέφτηκε πως η Ελένη έδινε απλόχερα το σώμα της επειδή η ψυχή της μετακόμιζε.
Σελ. 26

Είμαστε κατοικίδια κάποιων και θεριά κάποιων άλλων, μόνο που ποτέ δε συμπίπτουν οι ιδιότητες, σκέφτηκε η Ελένη ακούγοντάς τον, πλημμυρισμένη από μια παγερή μελαγχολία.
Σελ. 27

Δε συμπαθούσε τις συγγενικές σχέσεις, «τους συγγενείς τους ανέχεσαι, τους φίλους τους διαλέγεις», έλεγε.
Σελ.28

Καλά έκανα και δεν παντρεύτηκα, κι ας με κοιτάζουν σαν να’ μαι γεροντοκόρη, εγώ ξέρω, άλλο ανύπαντρη, άλλο ανέραστη, κανένας δε ρώτησε, μόνο η Ελένη, γι’ αυτό την εκτιμώ, έχει μυαλό αυτή η κοπέλα, μόνο αυτή τόλμησε, «οι έρωτες αλλάζουν τη ζωή μας», μου είπε μια φορά, και την αγκάλιασα και κλάψαμε οι δυο μας ώρες ατελείωτες…
Σελ.88

Φυραίνω σιγά σιγά, ώρες ώρες ξεχνάω το όνομά του… Πέτρος… ναι, Πέτρο τον έλεγαν, πέτρα μού έριξε με το που τον είδα, πέτρα στο σταυρό κι άλλαξε η ζωή μου, χαλάλι του, πόσοι αγάπησαν όσο εμείς, όπου και να ‘ναι ας είναι καλά, θα γέρασε πια, εμείς οι γέροι πολύ το νοσταλγούμε το παρελθόν, είναι που δεν έχουμε μέλλον, όλα τα παλιά μας φαίνονται πιο όμορφα, τα εξωραΐζουμε, γιατί δε θα τα ξαναβρούμε όσα έφυγαν ανεπιστρεπτί, μόνο η Ευγενία δε λέει να ησυχάσει απόψε, αποκοπή το έχει πάρει, ατελείωτο αυτό το κεντίδι, θα πιαστεί το χέρι της.
Σελ.90-91

Αν ο Τάσος την πάρει την Ελένη θα της την χαρίσω τη νυχτικιά μου κι ό,τι θέλει ας την κάνει, μια φορά θα ‘χει φύγει από πάνω μου, ας τη χαρούνε αυτοί οι δύο. Αν τη φορέσει την πρώτη νύχτα του γάμου τους, κάτι καλό θα γίνει, σαν κορίτσι θα ‘ναι, δεν μπορεί, θα το νιώσουν, τόσο πάθος που κρύβει αυτό το ύφασμα ούτε η ψυχή μου δεν το κρύβει, οι άνθρωποι γερνάνε, φεύγουν…τα ρούχα και τα σπίτια μένουν να θυμούνται, αγγίζει τους τοίχους ξάφνου σε ξένο σπίτι και σε πιάνει κλάμα, νοσταλγία πλημμυρίζει τα σωθικά σου, αναρωτιέσαι τι κρύβουν άραγε τα ντουβάρια του, ποιοι πόθοι τα ίδρωσαν τις νύχτες, ποια όνειρα κουτούλησαν πάνω τους, ποιες ελπίδες, ποιες προδοσίες πότισαν αυτά τα τούβλα, όπως κι η νυχτικιά μου που με τόση αγάπη κέντησε για μένα η μανούλα μου να γιορτάσει το πρώτο μου αίμα, τη γυναικεία μου ζωή, όλο γιασεμιά κι αγγελικούλες τη φανταζόταν, κάθε βελονιά και μια ευχή…
Σελ.92-93

Αποχαιρετούσαν δέκα χρόνια κοινής ζωής, ο πρωινός ήλιος τους έτσουξε τα μάτια, η Ελένη του έπιασε το χέρι, ο Τάσος ημέρεψε:
«Να ξέρεις ότι είσαι ο άνθρωπός μου…»
«Ναι, Τάσο…»
«Μαζί μεγαλώσαμε…»
«Ναι, Τάσο…»
Κανένας δεν τόλμησε να πει «και μαζί θα γεράσουμε».
Σελ.104

Σηκώθηκε για να μην κλάψει μπροστά της. Προτού κλείσει την πόρτα, κοίταξε τη λεπτοκαμωμένη φιγούρα της στο σκοτάδι. Ήταν ακόμα καθιστή με τα χέρια σταυρωμένα στα σκεπάσματα, τα περλέ νύχια της να λαμπυρίζουν. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην Ελένη. Του έλλειπε σαν πένθος. Άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή της, σίγουρος ότι θα του απαντούσε μόλις το άκουγε. Μπήκε στο δωμάτιό της μάνας του, έχωσε το κεφάλι στην κρεμασμένη ρόμπα της, πίσω απ’ την πόρτα, ούρλιαξε μουλωχτά πάνω στο ύφασμα.
«Μάνα!»
Σελ.105

Τον παρατηρούσε και σκεφτόταν ότι ήταν από τα όντα που τους έφτυσε η αγάπη. Από άλλον πλανήτη, όπου μόλις γεννιούνται τα παιδιά τα περνούν από μηχάνημα, αφαιρώντας τη δυνατότητα της αγάπης, αφήνοντας μόνο εγωπάθεια. Ο Γιώργος δεν μπορούσε να εντάξει τα γεγονότα στο χωροχρόνο, γιατί ήταν ψυχικά στείρος. Δεν ελέγχουμε το χρόνο ούτε μας μαθαίνει κάτι επειδή τρέχει ή οπισθοδρομεί, ο χρόνος αποκτά σημασία από τη στιγμή που εμπεριέχει συναίσθημα.
Σελ.121

Τα βράδια, κουρνιασμένη στο κρεβάτι της, μακριά απ’ τον Γιώργο, χάιδευε το παρελθόν, φαντασιωνόταν την αργόσυρτη φωνή του να ψιθυρίζει στο αφτί της:
«Ελένη… αν με εγκαταλείψεις θα γίνω ένας αλήτης, ένας μπεκρής, θα ξημεροβραδιάζομαι στα καφενεία, κι όταν θα είμαι ετοιμοθάνατος εσύ θα το μάθεις και θα ‘ρθεις, αλλά θα είναι αργά, το μόνο που θα προλάβω θα είναι να σβήσω στην αγκαλιά σου… Και ξέρεις; Όπως θα πεθάνω κι εσύ θα έχεις σκύψει πάνω μου, εγώ θα παίρνω μάτι τα στήθια σου κι αυτά θα είναι η τελευταία εικόνα μου… Υπάρχει ωραιότερος θάνατος;» Και γελούσε με το σενάριό του, σίγουρος ότι δε θα τον εγκατέλειπε ποτέ, σίγουρος για την αγάπη της.
Σελ.131

«Αν αγαπάς δε σκλαβώνεις», εξηγούσε υπομονετικά στη Ζενούλα. «Δεν πακετάρεται ο αέρας…»
Σελ.145

Στους ξένους –ξένοι από τότε οι πάντες- τον έλεγε με το επώνυμό του. Με δέος. Σαν την εκκλησία που δεν τη λέμε ποτέ «εκκλησία» αλλά με το όνομα του αγίου της, η Ελένη έλεγε το επώνυμο του. Κρατούσε αποστάσεις από την καταιγίδα του πόθου της μέσω του επωνύμου. Αν τον αποκαλούσε με το πλήρες όνομά του θα προξενούσε τουλάχιστον περιέργεια, το υποκοριστικό του, της ηχούσε άδικο, το επώνυμο συντηρούσε όλη τη δύναμη της απώθησης που απαιτούσε ο έρωτάς της.
Σελ.146

Επέλεξε το ποτό για μακρόχρονη λύτρωση. Διασκέδαζε να δηλώνει: «πίνω μόνο κρασί, ούζο και μπίρα»- κανείς δε ρωτούσε «πόσο;» -στήνοντας αλκοολικό καρτέρι στους αδαείς που έπλεκαν διθυράμβους στο ουίσκι, αφήνοντάς στους άναυδους με την αντοχή της, κρυφοκοιτάζοντας πίσω απ’ τον κατακρεουργημένο εαυτό της τις αντιδράσεις τους στα βρομόλογά της, στα επιθετικά φλερτ, στα υστερικά γέλια σε ανείπωτα αστεία, γνωρίζοντας από προηγούμενες εμπειρίες ότι δε θα τους ξαναδεί.
Σελ.147

«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Σε φωτογραφίζω…»
«Τα μάτια σου. Αυτά φταίνε τελικά. Το βρήκα, Ελένη. Νομίζω ότι το κατάλαβα τη στιγμή που σε είδα στο δωμάτιό μου. Με τρυπάνε. Είναι αθώα, έξυπνα, φιλικά, ερωτικά, μητρικά, θαυμαστικά κι επιτιμητικά μαζί, αλλά τρυπάνε. Σαν μεγάλη καρφίτσα που δεν καταλαβαίνεις το τρύπημα, μέσα σου όμως ανοίγει σαν καμάκι. Τότε τα μάτια γίνονται λαίμαργα. Ζητάνε να μάθουν, να σκάψουν, να ανασκάψουν, να αποσπάσουν, να ξετινάξουν, ψαχουλεύοντας ψυχές και πράγματα. Έχω ταραγμένη ζωή αυτά τα χρόνια, και θα έχω, μου φαίνεται, για πολύ ακόμα. Αρκετά ψαχουλεύω τα σκατά μου, δεν μπορώ άλλο, θέλω να το αποφύγω.
Σελ.162

«Το οχυρό μου φτιάχνω, Ελένη, το οχυρό μου… Θέλω προστασία… Εγώ θα βρίσκομαι μέσα… με ποιον δεν ξέρω, ούτε ποιους πολεμάω…»
«Με ποιαν, εννοείς…»
«Ναι… δεν ξέρω… σε ένα χρόνο ίσως ξέρω…»
«Τον εαυτό σου πολεμάς… Εσύ είσαι και μέσα και έξω…»
Σελ.170

«Τίποτα, απλώς είμαστε αλλιώς εμείς. Ας το πάρουμε απόφαση, έτσι γεννηθήκαμε… Χρειαζόμαστε οχυρά για να προφυλαχτούμε απ’ τον εαυτό μας… Χτίζε… χτίζε… Θα σ’ αγαπάω ακόμα κι αν με κλείσεις απ’ έξω…»
Σελ.172

«Σαν χελώνα… Βγάζω το κεφάλι απ’ το καβούκι μου με το φόβο ότι κάποιος παραφυλάει να με πατήσει. Και με πατάει… αλλά δε διαμαρτύρομαι… το έχω συνηθίσει… Τουλάχιστον τώρα έχω καβούκι…»
Σελ.173

«Σου ‘χω πέτρες για να χτίσεις και καλέμια να σκαλίσεις…»
Σελ.174

«Ελένη… σκέφτομαι εκείνο το βότσαλο… Τον εαυτό σου έφτιαχνες… Δεν ξέρω, όταν είδα το πρόσωπό σου έτσι… σαν να με βοηθούσες να θαφτείς στην πέτρα…»
Σελ.175

Τα κυπαρίσσια όμως μιλάνε; -Δε μιλάνε! Οι πέτρες μιλάνε; -Δε μιλάνε! Γιατί να μιλήσει η Ελένη ή εγώ;… Κι όταν το έκανα, μήπως με άκουσε κάποιος; Αφού κάποτε εμείς πολύ πολύ… Τη σιωπή, τι σωτήρια σιωπή…
Αν μιλήσω θα μετακομίσω πάλι, δεν ξέρω…
Σελ.187