ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΡΑΚΗΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
«Είναι εκεί που είπα προηγουμένως. Πιστεύω ότι δε μου ταιριάζουν οι επιχειρήσεις. Εγώ θέλω να γίνω γιατρός. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από το να σώζεις τη ζωή ενός ανθρώπου, από το να απαλύνεις τον πόνο του, να τον κάνεις καλά από την αρρώστια του, να του ξαναδίνεις την υγεία του. Είναι μεγάλη ευθύνη σίγουρα, μα….»
« Και πού τα ξέρεις εσύ αυτά, πώς μπορείς να μιλάς για ευθύνη;»
«Φαντάζομαι ότι ένα τόσο υψηλό λειτούργημα θα έχει και την ανάλογη ευθύνη, αλλά και ικανοποίηση. Ηθική ικανοποίηση, εννοώ. Άλλωστε, τα λεφτά που είπατε προηγουμένως, δεν έχουν καμία σημασία».
Σελ. 16-17
«Ο χειρουργός» έλεγε ο καθηγητής του, «πρέπει να έχει καρδίαν λέοντος, οφθαλμόν αετού, χείρα γυναικός και μόρφωσιν σπανίαν».
Ο ίδιος πίστευε και κάτι παραπάνω: ότι ο χειρουργός δεν θα πρέπει ποτέ να σκεφτεί κόπους και θυσίες, ούτε και την ίδια τη ζωή του ακόμη, προκειμένου να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που κινδυνεύει και την εμπιστεύεται στα χέρια του.
Σελ. 17
«Ας πούμε ότι γίνεται έτσι. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταντήσει περισσότερο δυστυχισμένος απ’ όσο ίσως ήδη είναι. Πες μου, τι είδους ευχαρίστηση νιώθεις κάνοντας έναν άνθρωπο να υποφέρει; Όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος δε σ’ έχει βλάψει στο παραμικρό…»
Σελ.38
«Τι κάνεις εδώ, γιαγιά;» Η γριούλα είχε ανασηκωθεί με κόπο και την είχε κοιτάξει. «Ανάβω ένα κεράκι, κόρη μου, μιας και η μάνα αυτουνού του παιδιού δεν μπορεί να το κάνει. Κι έχω την ελπίδα ότι κάποια άλλη μάνα θα ανάβει ένα κεράκι στον τάφο του δικού μου παλικαριού, που σκοτώθηκε στον ίδιο πόλεμο κι εκείνο, μακριά, στην Αφρική», είπε αργά, αναστενάζοντας
Σελ.148
Εφτακόσιες τριάντα νύχτες… και τούτη η τελευταία να μη λέει να τελειώσει… Στα χείλη του ήρθε ένα ξεχασμένο τετράστιχο:
«Πόσο μακραίνουν οι στιγμές,
Όταν κανείς προσμένει…»
Δεν μπόρεσε να μην αναλογιστεί, για άλλη μια φορά πόση αλήθεια είχαν αυτές οι λέξεις! Ήταν κάτι που το είχε νιώσει άπειρες φορές αυτά τα δύο χρόνια.
«…κι η καθεμιά γλυκιά στιγμή
Πόσο γοργά διαβαίνει!»
Σελ.182
«Ο μεγαλύτερος πόνος είναι αυτός που νιώθεις όταν αναθυμάσαι, όταν αναπολείς ευτυχισμένες στιγμές, μέσα στη δυστυχία σου». Κάπου, κάποτε, είχε διαβάσει τη φράση αυτή. Και είχε διακόψει το διάβασμα, προσπαθώντας να συλλάβει το νόημά της σε όλο του το πλάτος.
Σελ. 290
«Είπα ότι το «Χορεύοντας στη σιωπή» δεν είναι για πούλημα».
«Και γιατί παρακαλώ;» τσίριξε, μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του.
«Έχω τους λόγους μου. Θα σου σχεδιάσω όσα ρούχα θέλεις για την καλοκαιρινή σου κολεξιόν ή και για την ανοιξιάτικη, αν νομίζεις ότι προλαβαίνουμε. Τα χθεσινά ρούχα πούλησέ τα όλα όσο θέλεις. Όμως, σου επαναλαμβάνω ότι το «Χορεύοντας στη σιωπή» δεν είναι για πούλημα…
Σελ. 307
«Να τα βγάλετε. Μην τα φορέσετε πολύν καιρό ακόμη. Να μην πάψετε ποτέ να τον θυμάστε, μα να τα βγάλετε. Είναι βαριά τα μαύρα ρούχα. Πιο βαριά κι από τα σίδερα. Σου μαυρίζουν την ψυχή…»
Σελ. 405
Κανένας άνθρωπος σκεφτόταν, δεν μπορεί να ξεπεράσει το πεπρωμένο του.
Σελ.423
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΡΑΚΗΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
«Είναι εκεί που είπα προηγουμένως. Πιστεύω ότι δε μου ταιριάζουν οι επιχειρήσεις. Εγώ θέλω να γίνω γιατρός. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από το να σώζεις τη ζωή ενός ανθρώπου, από το να απαλύνεις τον πόνο του, να τον κάνεις καλά από την αρρώστια του, να του ξαναδίνεις την υγεία του. Είναι μεγάλη ευθύνη σίγουρα, μα….»
« Και πού τα ξέρεις εσύ αυτά, πώς μπορείς να μιλάς για ευθύνη;»
«Φαντάζομαι ότι ένα τόσο υψηλό λειτούργημα θα έχει και την ανάλογη ευθύνη, αλλά και ικανοποίηση. Ηθική ικανοποίηση, εννοώ. Άλλωστε, τα λεφτά που είπατε προηγουμένως, δεν έχουν καμία σημασία».
Σελ. 16-17
«Ο χειρουργός» έλεγε ο καθηγητής του, «πρέπει να έχει καρδίαν λέοντος, οφθαλμόν αετού, χείρα γυναικός και μόρφωσιν σπανίαν».
Ο ίδιος πίστευε και κάτι παραπάνω: ότι ο χειρουργός δεν θα πρέπει ποτέ να σκεφτεί κόπους και θυσίες, ούτε και την ίδια τη ζωή του ακόμη, προκειμένου να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που κινδυνεύει και την εμπιστεύεται στα χέρια του.
Σελ. 17
«Ας πούμε ότι γίνεται έτσι. Το αποτέλεσμα θα είναι να καταντήσει περισσότερο δυστυχισμένος απ’ όσο ίσως ήδη είναι. Πες μου, τι είδους ευχαρίστηση νιώθεις κάνοντας έναν άνθρωπο να υποφέρει; Όταν μάλιστα αυτός ο άνθρωπος δε σ’ έχει βλάψει στο παραμικρό…»
Σελ.38
«Τι κάνεις εδώ, γιαγιά;» Η γριούλα είχε ανασηκωθεί με κόπο και την είχε κοιτάξει. «Ανάβω ένα κεράκι, κόρη μου, μιας και η μάνα αυτουνού του παιδιού δεν μπορεί να το κάνει. Κι έχω την ελπίδα ότι κάποια άλλη μάνα θα ανάβει ένα κεράκι στον τάφο του δικού μου παλικαριού, που σκοτώθηκε στον ίδιο πόλεμο κι εκείνο, μακριά, στην Αφρική», είπε αργά, αναστενάζοντας
Σελ.148
Εφτακόσιες τριάντα νύχτες… και τούτη η τελευταία να μη λέει να τελειώσει… Στα χείλη του ήρθε ένα ξεχασμένο τετράστιχο:
«Πόσο μακραίνουν οι στιγμές,
Όταν κανείς προσμένει…»
Δεν μπόρεσε να μην αναλογιστεί, για άλλη μια φορά πόση αλήθεια είχαν αυτές οι λέξεις! Ήταν κάτι που το είχε νιώσει άπειρες φορές αυτά τα δύο χρόνια.
«…κι η καθεμιά γλυκιά στιγμή
Πόσο γοργά διαβαίνει!»
Σελ.182
«Ο μεγαλύτερος πόνος είναι αυτός που νιώθεις όταν αναθυμάσαι, όταν αναπολείς ευτυχισμένες στιγμές, μέσα στη δυστυχία σου». Κάπου, κάποτε, είχε διαβάσει τη φράση αυτή. Και είχε διακόψει το διάβασμα, προσπαθώντας να συλλάβει το νόημά της σε όλο του το πλάτος.
Σελ. 290
«Είπα ότι το «Χορεύοντας στη σιωπή» δεν είναι για πούλημα».
«Και γιατί παρακαλώ;» τσίριξε, μην πιστεύοντας στ’ αυτιά του.
«Έχω τους λόγους μου. Θα σου σχεδιάσω όσα ρούχα θέλεις για την καλοκαιρινή σου κολεξιόν ή και για την ανοιξιάτικη, αν νομίζεις ότι προλαβαίνουμε. Τα χθεσινά ρούχα πούλησέ τα όλα όσο θέλεις. Όμως, σου επαναλαμβάνω ότι το «Χορεύοντας στη σιωπή» δεν είναι για πούλημα…
Σελ. 307
«Να τα βγάλετε. Μην τα φορέσετε πολύν καιρό ακόμη. Να μην πάψετε ποτέ να τον θυμάστε, μα να τα βγάλετε. Είναι βαριά τα μαύρα ρούχα. Πιο βαριά κι από τα σίδερα. Σου μαυρίζουν την ψυχή…»
Σελ. 405
Κανένας άνθρωπος σκεφτόταν, δεν μπορεί να ξεπεράσει το πεπρωμένο του.
Σελ.423