Η αδελφότητα των στεναγμών
Νίκος Ντακάκης
Α Α ΛΙΒΑΝΗΣ
Η Κατερίνα δεν ήταν καμιά γριά για να την κλείσουν στο Γηροκομείο. Ήταν όμως αλκοολική. Την είχε φέρει εδώ, στα μέσα του ’66, ο γιος της, σε άθλια κατάσταση. Όπου και να την είχε πάει, όσες προσπάθειες και να είχε κάνει, δεν μπόρεσε να τη θεραπεύσει. Κάποιος του μίλησε για τον οίκο ευγηρίας. Δεν είχε σημασία που δεν ήταν γριά. Ο Ιάσων Ηλιάδης ήταν πολύ καλός γιατρός. Από τους καλύτερους γιατρούς και πολύ καλός άνθρωπος. Έτσι τον είχαν πληροφορήσει. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε και πολλές επιλογές. Την πήρε λοιπόν και πήγε και τον συνάντησε. Με την πρώτη ματιά ο γιατρός δεν μάσησε τα λόγια του. «Ακούστε, κύριε…»
«Δημητράκης. Νικόλαος Δημητράκης».
«Ακούστε, κύριε Δημητράκη. Η μητέρα σας είναι πολύ άρρωστη», του είπε. «Το αλκοόλ έχει κλονίσει σοβαρά την υγεία της. Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα, ειδικά αν δεν συνεργαστεί και η ίδια. Πρέπει να κόψει αμέσως το ποτό, να προσπαθήσει να βοηθήσει η ίδια πρώτα την εαυτή της και μετά εμάς. Διαφορετικά, λυπάμαι που σας το λέω, αλλά είναι καταδικασμένη».
«Γιατρέ μου, τι να σας πω εγώ; Εσείς είστε ο ειδικός. Κάνετε ό,τι νομίζετε. Αντιμετωπίστέ την σαν ασθενή, κρατήστε την σαν τρόφιμο, εσείς ξέρετε, εγώ τι άλλο να πω;»
Μ’ αυτόν τον τρόπο και με συνοπτικές διαδικασίες έγινε η εισαγωγή της Κατερίνας. Στην αρχή την έβαλαν σε περιορισμό. Ο Ιάσων Ηλιάδης έδωσε αυστηρές εντολές να εξαφανιστεί κάθε είδος αλκοολούχου ποτού από το Ίδρυμα. Αυτή ήταν η μέθοδος που ακολουθούσε ο ίδιος. Το αυστηρό δηλαδή γερμανικό σύστημα. Για να αποθεραπευτεί ένας αλκοολικός έπρεπε πριν από οτιδήποτε άλλο να κόψει το ποτό με το μαχαίρι.
Η Κατερίνα όμως αντέδρασε. Έκανε σαν τρελή. Έκλαιγε, χτυπιόταν, την έπιαναν κρίσεις, γινόταν επιθετική στις νοσοκόμες. Μετά έπεφτε σε βαθιά μελαγχολία και στο τέλος την έπιασε αυτοκαταστροφική μανία. Ένα βράδυ, τα κατάφερε και κατάπιε μια χούφτα διάφορα χάπια που μπόρεσε και μάζεψε από άλλους ηλικιωμένους κι έπεσε σε κώμα. Μια άλλη φορά, μόλις που την πρόλαβαν να μην πνιγεί. Είχε κάνει θηλιά με ένα σεντόνι, είχε δέσει την άλλη άκρη στο σίδερο του παραθυριού και προσπάθησε να κρεμαστεί. Τυχαία είχε μπει στο δωμάτιό της η Ερασμία, νεαρή τότε νοσοκόμα, και τη γλίτωσε.
Τρομοκρατήθηκε μόλις τα πληροφορήθηκε ο Ιάσων Ηλιάδης. Τη συμπονούσε βέβαια, την έβλεπε σαν ένα άτομο που χρειάζεται βοήθεια, αλλά φοβήθηκε στ’ αλήθεια μην αυτοκτονήσει. Ένα τέτοιο συμβάν στο φημισμένο ίδρυμα που διατηρούσε θα δημιουργούσε σίγουρα μεγάλο σκάνδαλο. Φοβήθηκε τον αντίκτυπο, τόσο στη λειτουργία του ιδρύματος όσο και στην προσωπική του φήμη κι αποφάσισε να τη διώξει.
Ειδοποίησε επειγόντως τον γιο της και «λυπάμαι πολύ», του είπε. «Δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια περίπτωση βαρύτατου αλκοολισμού, σε ένα άτομο που δεν είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί. Θα έλεγα ότι η περίπτωση της μητέρας σας άπτεται ψυχικής νόσου. Ίσως, σ’ ένα θεραπευτήριο ψυχικών νοσημάτων, να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Και πάλι λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να την πάρετε αμέσως».
Τα χρειάστηκε αυτός που είδε να εξανεμίζονται κι οι τελευταίες του ελπίδες.
«Γιατρέ μου, σε παρακαλώ», άρχισε τα καλοπιάσματα. «Η μητέρα μου δεν είναι τρελή. Εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα. Αν την πάω σε τρελάδικο, τότε σίγουρα θα τρελαθεί. Κρατήστε την εδώ, βρείτε κάποια λύση. Εγώ αυτό που μπορώ να κάνω, είναι να σας δώσω μια εξουσιοδότηση για να εισπράττετε τη σύνταξή της και να σας δίνω επιπλέον και είκοσι χιλιάδες δραχμές το μήνα».
Τα χρήματα ήταν αρκετά δυνατό κίνητρο κι έτσι ο γιατρός συνέχισε τη συζήτηση.
«Μήπως ξέρετε την αιτία του αλκοολισμού της; Η μητέρα σας ξέρετε, δεν είναι τυπικό δείγμα αλκοολικού. Μάλλον βοήθεια ψάχνει στο ποτό. Κάτι την έχει συνταράξει, κάτι που την απασχολεί και την κάνει ν’ αντιδρά μ’ αυτόν τον τρόπο. Θα σας παρακαλούσα να μου αποκαλύψετε ό,τι γνωρίζετε πάνω σ’ αυτό το θέμα».
«Γιατρέ μου, ειλικρινά δεν ξέρω. Σίγουρα μετά το ’50, τότε που εγώ ήμουνα παιδί περίπου δώδεκα χρονών, άρχισε να πίνει και να μεθά. Πιο αραιά στην αρχή, συχνότερα μετά, μέχρι που φτάσαμε σ’ αυτή την κατάσταση».
«Μου κάνει εντύπωση που δεν ανοίγεται και δεν μιλά. Έχει αφεθεί εντελώς στο ποτό κι έχει κλειστεί στον εαυτό της. Όταν είναι ήρεμη, χαμογελά και μιλά με τους ηλικιωμένους και το προσωπικό. Συζητά για διάφορα θέματα, ποτέ όμως για τον εαυτό της. Τότε που έπεσε σε κώμα, συζήτησα το θέμα με όλους τους τροφίμους και το προσωπικό. Τους εξήγησα τη σοβαρότητα της κατάστασής της και το πόσο σημαντικό είναι να μάθουμε τι της συμβαίνει. Τους παρακάλεσα όλους να είναι ιδιαίτερα φιλικοί και ευγενικοί απέναντί της. Να προσπαθούν να ανοίγουν συζητήσεις μαζί της και να μου μεταφέρουν όλα όσα λέγονται. Δυστυχώς, δεν προέκυψε τίποτα. Α, για να σας ρωτήσω και κάτι άλλο. Μήπως ξέρετε ποιος είναι ο Αντώνης και ποια η Αμαλία;»
Ο Νίκος έμεινε για λίγο σκεφτικός.
«Όχι, γιατρέ, σίγουρα όχι. Δεν είχαμε στην οικογένειά μας ποτέ, κανέναν Αντώνη. Όσο για Αμαλία, ναι. Αμαλία έλεγαν τη μητέρα της, τη γιαγιά μου. Αυτή όμως έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αλλά γιατί με ρωτάτε αυτά τα ονόματα;»
«Ίσως εκεί να βρίσκεται το κλειδί της υπόθεσής μας. Όταν είναι σε κατάσταση ευθυμίας καλεί κάποιον Αντώνη. Συνομιλεί μαζί του, τον αγαπά, τον νοσταλγεί, τον μαλώνει. Αντίθετα, όταν είναι σε κρίση μελαγχολίας, κλαίει και ζητά κάποιαν Αμαλία. Τη νταντεύει σαν να είναι μωρό, της τραγουδά και μετά της κάνει παράπονα που δεν έρχεται να τη δει».
«Την αδελφή μου, πάντως, τη λένε Αντιγόνη. Ίσως να μπερδεύει τα ονόματα. Στο τέλος του μήνα θα τη στείλω να την επισκεφτεί».
«Κάντε το. Ίσως αυτό μας βοηθήσει. Εντάξει, θα την κρατήσω προσωρινά. Θα αναγκαστώ βέβαια να τροποποιήσω την αγωγή και να της δίνω λίγο ποτό για να την κρατήσουμε σε κάποια ισορροπία. Διαφορετικά, πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε πρόβλημα».
«Ευχαριστώ πολύ, γιατρέ».
Από τότε ο Ιάσων Ηλιάδης έδωσε εντολή να της δίνουν δυο ποτήρια κρασί τη μέρα. Ένα σε κάθε γεύμα. Έτσι ηρέμησε η Κατερίνα. Δεν ηρέμησε βέβαια με τα δυο ποτηράκια το κρασί, αλλά με το ποτό γενικότερα. Τώρα της ήταν πιο εύκολο να βρει ποτό, αφού χαλάρωσαν τα μέτρα ασφαλείας. Έπινε πια ό,τι έβρισκε κι όσο έβρισκε. Ξαναγύρισε το γέλιο στα χείλη της και το τραγούδι στο στόμα της. Όμως αυτό δεν έμεινε χωρίς επιπτώσεις. Το ’75, έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό. Ήταν όμως νέα, μόλις πενήντα πέντε χρονών, ιδιαίτερα δυνατός οργανισμός κι έτσι το ξεπέρασε εύκολα. Μόνο που από κει κι έπειτα, σπάνια μπορούσε να συζητήσει κανείς λογικά μαζί της.